- σιγόντο
- το, Νβλ. σεγ(κ)όντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
σεγκόντο — και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν 1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...») 2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» σεγκοντάρω β) «τού κρατάει σεγκόντο» τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
σεγκόντο — σεγκόντο, το και σεκόντο, το και σιγόντο, το (λ. ιταλ.), άκλ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει τη δεύτερη φωνή σε μια διωδία ή τετραωδία. 2. μτφ., υποστήριξη: Του κάνει σεγκόντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)